- ἐλαφρύνομαι
- ἐλαφρύ̱νομαι , ἐλαφρύνωmake lightaor subj mid 1st sg (epic)ἐλαφρύ̱νομαι , ἐλαφρύνωmake lightpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφυγραίνω — (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος] μέσ. εφυγραίνομαι γίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνω νεοελλ. κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιου αρχ. ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι … Dictionary of Greek
παραλαφρύνομαι — (στον Ερωτόκρ.) ελαφρύνομαι λίγο, ξαλαφρώνω («ο νους παραλαφρώνεται, η ολπίδα του πληθαίνει», Ερωτόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + αλαφρύνομαι] … Dictionary of Greek